Δήμητρα Ακούρου, Λογοθεραπεύτρια M.Ed.
Η ανίχνευση των διαταραχών γλώσσας και ομιλίας επιτυγχάνεται με τη χρήση ψυχομετρικών εργαλείων, τα οποία στοχεύουν στον εντοπισμό των χαρακτηριστικών εκείνων, που προσδιορίζουν τον τύπο κάθε διαταραχής. Συχνά, οι δυσκολίες δεν περιορίζονται στη γλώσσα, αλλά εντοπίζονται δυσλειτουργίες και σε άλλους τομείς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη μία διεπιστημονική εκτίμηση.
Η ανίχνευση των διαταραχών γλώσσας και ομιλίας επιτυγχάνεται με τη χρήση ψυχομετρικών εργαλείων, τα οποία στοχεύουν στον εντοπισμό των χαρακτηριστικών εκείνων, που προσδιορίζουν τον τύπο κάθε διαταραχής. Συχνά, οι δυσκολίες δεν περιορίζονται στη γλώσσα, αλλά εντοπίζονται δυσλειτουργίες και σε άλλους τομείς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη μία διεπιστημονική εκτίμηση.
Η λογοθεραπευτική αξιολόγηση, εντοπίζει τους τομείς δυσκολιών, οι οποίοι δύνανται να αποτελέσουν δείκτες για την παραπομπή ενός παιδιού για περαιτέρω διεπιστημονική αξιολόγηση, ενώ παράλληλα κρίνει τη σοβαρότητα του γλωσσικού προβλήματος, ώστε να αποφασίσει αν υπάρχει άμεση ανάγκη για παρέμβαση. Ο λογοθεραπευτής συλλέγει πληροφορίες από τα διάφορα πλαίσια στα οποία αλληλεπιδρά το παιδί, με σκοπό την εκτίμηση της κοινωνικής και επικοινωνιακής ανάπτυξής του, αλλά και της συμπεριφοράς, η οποία μπορεί να αποτελέσει προγνωστικό δείκτη για την ανταπόκριση του παιδιού στην παρέμβαση. Επιπλέον πληροφορίες, συγκεντρώνονται με τη λήψη ενός αναπτυξιακού και οικογενειακού ιστορικού, με σκοπό την εκτίμηση της ποιότητας του επικοινωνιακού περιβάλλοντος και τον εντοπισμό παιδιών με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης κάποιας γλωσσικής διαταραχής. Τέλος, ο λογοθεραπευτής συνεργάζεται με τη διεπιστημονική ομάδα, για τη συγκέντρωση πληροφοριών που αφορούν τους άλλους τομείς ανάπτυξης.
Η συμμετοχή του ψυχολόγου στη διάγνωση των γλωσσικών διαταραχών είναι εξίσου σημαντική, καθώς συμβάλλει στο συσχετισμό της διαταραχής με πιθανές επικείμενες συναισθηματικές διαταραχές ή διαταραχές της συμπεριφοράς, προσφέροντας καθοριστικές πληροφορίες που αφορούν την πρόγνωση της διαταραχής. Ο ψυχολόγος συλλέγει πληροφορίες για την κοινωνική, συναισθηματική και συμπεριφορική ανάπτυξη του παιδιού, μέσω συνέντευξης με το ίδιο και όσους αλληλεπιδρούν μαζί του. Επιπλέον, παρατηρεί τις συμπεριφορές του παιδιού και χορηγεί δοκιμασίες για εκτίμηση των γνωστικών και γλωσσικών του ικανοτήτων. Τέλος, παραπέμπει σε ειδικούς άλλων ειδικοτήτων, καθώς και σε ιατρικές εξετάσεις, με σκοπό τον αποκλεισμό άλλων πιθανών συνθηκών.
Ο λογοθεραπευτής και ο ψυχολόγος καλούνται να προσδιορίσουν τη βαρύτητα, τη συχνότητα και τη διάρκεια των χαρακτηριστικών μιας διαταραχής, στοιχεία που αποτελούν μεταβλητές οι οποίοι συμβάλλουν στη διάκριση της διαταραχής, από τις φυσιολογικές αποκλίσεις. Η συνεργασία μιας διεπιστημονικής ομάδας που, επιπλέον, αποτελείται από τον ιατρό, τον εκπαιδευτικό, τον εργοθεραπευτή και τον ψυχίατρο, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ολοκληρωμένη εκτίμηση και διαφοροδιάγνωση της διαταραχής.
Πηγές:
American Psychological Association (2017). Diagnosing and managing autism spectrum disorder (ASD). Ανακτήθηκε από https://www.apa.org/helpcenter/autism.aspx
Αναγνωστόπουλος, Δ.Κ. & Σίνη, Α.Θ. (2005). Διαταραχές σχολικής μάθησης & ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ
Ράλλη, Μ.Α. & Παληκαρά, Ο. (Επιμ.) (2013). Κατανοώντας τις Αναπτυξιακές Γλωσσικές Διαταραχές. Αθήνα: Gutenberg.
Σύλλογος Επιστημόνων Λογοπαθολόγων Λογοθεραπευτών Ελλάδος (χ.η.). Ανακτήθηκε 27 Οκτωβρίου, 2018, από https://www.selle.gr/kids.php